flavanthrene
Look at other dictionaries:
flavanthrene — fla·van·threne … English syllables
φλαβανθρένιο — το, Ν χημ. πολυκυκλική αρωματική οργανική ένωση, κίτρινη κρυσταλλική χρωστική ύλη, που χρησιμοποιείται για βαφή υφασμάτων σε κάδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flavanthrene < flav (< λατ. flavus «ξανθός») + anthrene (< anthracene < άνθραξ,… … Dictionary of Greek